Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
οπτιμιστικός — ή, ό [οπτιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οπτιμισμό ή στον οπτιμιστή 2. αισιόδοξος … Dictionary of Greek